τελείωσις

τελείωσις
5050 τελείωσις
{сущ., 2}
1. окончание, завершение, исполнение;
2. совершенство, законченность.
Ссылки: Лк. 1:45; Евр. 7:11.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τελείωσις" в других словарях:

  • τελείωσις — development fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειώσει — τελείωσις development fem nom/voc/acc dual (attic epic) τελειώσεϊ , τελείωσις development fem dat sg (epic) τελείωσις development fem dat sg (attic ionic) τελειόω make perfect aor subj act 3rd sg (epic) τελειόω make perfect fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειώσεις — τελείωσις development fem nom/voc pl (attic epic) τελείωσις development fem nom/acc pl (attic) τελειόω make perfect aor subj act 2nd sg (epic) τελειόω make perfect fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειώσεσι — τελείωσις development fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειώσεσιν — τελείωσις development fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειώση — τελείωσις development fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειώσηι — τελείωσις development fem dat sg (epic) τελειώσῃ , τελειόω make perfect aor subj mid 2nd sg τελειώσῃ , τελειόω make perfect aor subj act 3rd sg τελειώσῃ , τελειόω make perfect fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειώσιος — τελείωσις development fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՏԱՐՈՒՄՆ — (րման.) NBH 1 1063 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c գ. τελείωσις perfectio συντέλεια consummatio. Կատարելն եւ իլն. կատարած. լրումն. բովանդակումն. վախճան. ... *Եղիցի կատարումն ասացելոցս նմա ʼի տեառնէ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • τελεώσεις — τελέωσις development fem nom/voc pl (attic epic) τελέωσις development fem nom/acc pl (attic) τελείωσις development fem nom/voc pl (attic epic) τελείωσις development fem nom/acc pl (attic) τελειόω make perfect aor subj act 2nd sg (epic) τελειόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»